ξεμοναχιάζω

ξεμοναχιάζω
μετ.
1) отделять; обособлять; изолировать; 2) отводить, увлекать в сторону;

ξεμοναχιάζομαι — отделяться; — обособляться; — изолироваться


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξεμοναχιάζω" в других словарях:

  • ξεμοναχιάζω — ξεμοναχιάζω, ξεμονάχιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεμοναχιάζω — 1. απομονώνω, παίρνω κάποιον κατά μέρος («περίμενε να τήν ξεμοναχιάσει για να τής αποκαλύψει τα αισθήματά του») 2. απομονώνομαι («τ αγέρι εθόλωσε, ξεμοναχιάζει», Βαλαωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μοναχιάζω «απομονώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ξεμοναχιάζω — ξεμονάχιασα, ξεμοναχιάστηκα, ξεμοναχιασμένος 1. απομονώνω: Το ζώο ξεμοναχιάστηκε από το κοπάδι. 2. παρασύρω κάποιον σε μέρος απόμερο ή κατορθώνω να τον συναντήσω μόνον: Τον ξεμονάχιασα με τρόπο και του μίλησα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεμονάχιασμα — το [ξεμοναχιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεμοναχιάζω …   Dictionary of Greek

  • μοναχιάζω — [μοναχός] ξεμοναχιάζω, απομονώνω …   Dictionary of Greek

  • ξακρίζω — 1. φθάνω ώς την άκρη, ώς το τέλος κατά την εκτέλεση ενός έργου 2. (σχετικά με χαρτί, ύφασμα, δέρμα κ.ά.) κόβω τις άκρες ενός αντικειμένου, επειδή είναι περιττές («ξάκρισα τις σελίδες τού βιβλίου, επειδή προεξείχαν πολύ») 3. βάζω κάτι κατά μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ξεμονάχιασμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ξεμοναχιάζω, η απομόνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»